απολογούμαι

απολογούμαι
κ. -γιέμαι κ. απηλογιέμαι (AM ἀπολογοῡμαι) [απόλογος]
1. διατυπώνω απολογία, υπερασπίζω τον εαυτό μου ως κατηγορούμενο, αποκρούω κατηγορία
μσν.- νεοελλ.
αποκρίνομαι, απαντώ
αρχ.
1. μιλώ προς υπεράσπιση κάποιου, υπερασπίζω κάποιον ή κάτι
2. (το αρσ. της μτχ. ως ουσ.) ὁ ἀπολογούμενος
ο κατηγορούμενος
3. φρ. «ἀπολογοῡμαι δίκην θανάτου» — υπερασπίζω καταδικασμένο σε θάνατο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απολογούμαι — απολογούμαι, απολογήθηκα βλ. πίν. 74 και πρβλ. απολογιέμαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • απολογούμαι — και απολογιέμαι και απολογιούμαι ήθηκα, αποκρούω κατηγορία εναντίον μου, υπερασπίζω τον εαυτό μου, δικαιολογιέμαι: Ο κατηγορούμενος ζήτησε και νέα προθεσμία, για να απολογηθεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπολογοῦμαι — ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic) ἀπολογέομαι speak in defence pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπολόγητος — η, ο (Α ἀναπολόγητος, ον) [ἀπολογοῡμαι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν απολογήθηκε ή δεν έχει τη δύναμη να απολογηθεί 2. αυτός που απέμεινε άναυδος, αποσβολωμένος, σαστισμένος αρχ. αυτός που δεν επιδέχεται απολογία, ο αδικαιολόγητος …   Dictionary of Greek

  • ανταπολογούμαι — ἀνταπολογοῡμαι ( έομαι) (Α) απολογούμαι, αποκρούω μια κατηγορία με την απολογία μου …   Dictionary of Greek

  • απηλογιέμαι — κ. απηλογάμαι απολογιέμαι, δίνω απόκριση, απαντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. απολογούμαι το η της β συλλαβής προήλθε από νεώτερη εσωτερική αύξηση (πρβλ. ανηβαίνω, κατηβαίνω κ.λπ.) και επεκτάθηκε με παρετυμολογική εξίσωση και στο ουσ. απηλογιά] …   Dictionary of Greek

  • αποδικώ — ἀποδικῶ ( έω) (Α) απολογούμαι, υπερασπίζω τον εαυτό μου στο δικαστήριο …   Dictionary of Greek

  • αποκρίνομαι — (AM ἀποκρίνομαι, Α κ. ἀποκρίνω) ( ομαι) 1. απαντώ, δίνω απάντηση 2. απολογούμαι (σε δικαστήριο) μσν. νεοελλ. ευθύνομαι, είμαι υπεύθυνος νεοελλ. 1. απαντώ με αυθάδεια 2. ανταποκρίνομαι, αντιστοιχώ μσν. 1. απευθύνω τον λόγο (χωρίς να προηγηθεί… …   Dictionary of Greek

  • απολογιέμαι — βλ. απολογούμαι …   Dictionary of Greek

  • απολύω — κ. απολάω, αμπολάω, απολνώ, αμολάω (AM ἀπολύω) 1. παύω κάποιον από την εργασία ή την υπηρεσία του 2. αφήνω ελεύθερο από την υπηρεσία στον στρατό 3. διαλύω, διατάζω να διαλυθεί (στράτευμα) νεοελλ. 1. αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω 2. φρ. «απολάω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”